ὐμμέων

ὐμμέων
ὔμμος
masc/fem gen pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υμείς — ὑμεῑς ΝΜΑ, και δωρ. τ. υμές, και αιολ. τ. ὔμμες Α (ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. β πρόσ. συ) εσείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τού πληθυντικού τού β προσώπου τής προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. *(y)us (s)me (πρβλ. λατ. vōs, αρχ. ινδ. yusmān) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”